- ζωνογάστορες
- ζωνο-γάστορες (-γάστριαι cod.)· οἱ τὰς γαστέρας ζωννύμενοι, Hsch.: ζωνογάστωρ· ὁ τὴν γαστέρα ζωννύμενος, Gramm. in ReitzensteinA Ind. Lect.Rost.1892/3p.11, cf. Hsch. s.v. μεσογάστορα.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.